μονοιασμένος

μονοιασμένος
η , ο[ν]
1) живущий в согласии, дружно; дружный;

μονοιασμένη οικογένεια — или μονοιασμένο σπίτι — дружная семья;

2) помирившийся, примирившийся;

§ μονοιασμένοι και αγαπημένοι — совет да любовь! (пожелание новобрачным)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μονοιασμένος" в других словарях:

  • αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… …   Dictionary of Greek

  • μονοιασμένα — επίρρ. με σύμπνοια, με ομόνοια, αρμονικά, αγαπημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοιασμένος, μτχ. του μονοιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μονοιαστός — ή, ό [μονοιάζω] αυτός που είναι συμφιλιωμένος μα κάποιον, μονοιασμένος. επίρρ... μονοιαστά μονιασμένα …   Dictionary of Greek

  • μονοιάζω — μονοιάζω, μόνοιασα, μονοιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μονοιάζω — μόνοιασα, μονοιασμένος 1. αμτβ., αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κάποιον, συμφιλιώνομαι, ομονοώ: Έζησαν μονοιασμένοι μέχρι τα γεράματα. 2. μτβ., κάνω κάποιους να συμφιλιωθούν, συμφιλιώνω: Τους μόνοιασε ένας κοινός τους φίλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»