αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek
μονοιασμένα — επίρρ. με σύμπνοια, με ομόνοια, αρμονικά, αγαπημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοιασμένος, μτχ. του μονοιάζω] … Dictionary of Greek
μονοιαστός — ή, ό [μονοιάζω] αυτός που είναι συμφιλιωμένος μα κάποιον, μονοιασμένος. επίρρ... μονοιαστά μονιασμένα … Dictionary of Greek
μονοιάζω — μονοιάζω, μόνοιασα, μονοιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μονοιάζω — μόνοιασα, μονοιασμένος 1. αμτβ., αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κάποιον, συμφιλιώνομαι, ομονοώ: Έζησαν μονοιασμένοι μέχρι τα γεράματα. 2. μτβ., κάνω κάποιους να συμφιλιωθούν, συμφιλιώνω: Τους μόνοιασε ένας κοινός τους φίλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)